φάλκου

φάλκου
φάλκης
rib
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φάλκου — Φάλκης rib masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοτόμος — ο το μπροστινό μέρος τού φάλκου τής πλώρης, το μέρος τού πλοίου που τέμνει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. σκυτο τόμος, φλεβο τόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”